λησμοβότανο

λησμοβότανο
το
βλ. λησμονοβότανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λησμονοβότανο — και λησμοβότανο, το βότανο που φυτρώνει στον Άδη και το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, όταν τρώγουν οι νεκροί, λησμονούν τα επίγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμον (πρβλ. λησμονιά, λησμονώ) + βότανο (πρβλ. αγριο βότανο). Ο τ. λησμοβότανο <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”